καλοκυβερνιέμαι

καλοκυβερνιέμαι
καλοκυβερνήθηκα, καλοκυβερνημένος, κυβερνιέμαι καλά: Ο λαός αυτός καλοκυβερνιέται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοκυβερνώ — (Μ καλοκυβερνῶ) νεοελλ. παθ. καλοκυβερνοῦμαι και καλοκυβερνιέμαι διοικούμαι καλά, ευνομούμαι μσν. προστατεύω κάποιον, τόν ενισχύω οικονομικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”